εγκατεσπαρμένος

εγκατεσπαρμένος
η , ο[ν] разбросанный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "εγκατεσπαρμένος" в других словарях:

  • ἐγκατεσπαρμένος — ἐγκατασπείρω scatter perf part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιθράκιος — ία, ον, Μ εγκατεσπαρμένος στη Θράκη («πόλεις περιθρᾳκίας», Κωνστ. Μαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + Θράκη + επίθημα ιος] …   Dictionary of Greek

  • σποράς — άδος, η, ΝΑ, και σποράς, άδος, ὁ, Α (το θηλ. στον πληθ. ως κύριο όν.) Σποράδες ονομασία διαφόρων διάσπαρτων νησιών μας τα οποία από γεωγραφική άποψη εξετάζονται κατά ομάδες («Βόρειες Σποράδες») αρχ. 1. (στον εν., μόνον με περιληπτ. ουσ., όπως… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»